περιθρηνουμένης

περιθρηνουμένης
περιθρηνέομαι
resound with wailing
pres part mp fem gen sg (attic epic)
περιθρηνέομαι
resound with wailing
pres part mp fem gen sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιθρηνούμαι — έομαι, Α αντηχώ από θρήνους («πάσης οἰκουμένης περιθρηνουμένης καὶ περιστεναζομένης», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • περιστενάζω — Α 1. στενάζω γύρω από κάποιον ή από κάτι 2. μέσ. περιστενάζομαι στενάζω, θρηνώ τα βάσανά μου («ἁπάσης οἰκουμένης περιθρηνουμένης και περιστεναζομένοις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”